top of page

Αναρμοδιότητα Δικαστηρίου και Παραπομπή

Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, ως βασική και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη προϋπόθεση του παραδεκτού ενός ενδίκου βοηθήματος/μέσου, καθορίζεται από τα ειδικότερα εκ του ΚΠολΔ κριτήρια τα οποία θα πρέπει κάθε φορά και πριν την άσκηση αυτού (αλλά και για τυχόν ένσταση) να εξετάζονται λεπτομερώς. Όμως, η τυχόν άσκηση ενός ενδίκου βοηθήματος σε κατά τόπο ή καθ’ ύλην αναρμόδιο Δικαστήριο δεν σημαίνει αυτόματα και την εξ ολοκλήρου απόρριψή του, καθώς το Δικαστήριο δύναται κατ’ ά. 46 ΚΠολΔ να παραπέμψει σε αυτό που θεωρεί αρμόδιο.


Κρίσιμος χρόνος: Αρχικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δυνάμει νομολογίας η παραπομπή λόγω αρμοδιότητας γίνεται με βάση το χρόνο της συζήτησης στο Δικαστήριο που διατάσσει την παραπομπή (ΕφΑΘ 2793/1977) και όχι με βάση το χρόνο άσκησης του εκάστοτε ενδίκου βοηθήματος.


Συνέπειες άσκησης ενδίκου βοηθήματος: Οι συνέπειες που φέρει η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, δικονομικές αλλά και ουσιαστικού δικαίου, παραμένουν ως έχουν από την κατάθεσή της ακόμη και μετά την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης. Πιο συγκεκριμένα, δεν διακόπτεται η εκκρεμοδικία και, ως εκ τούτου, εξακολουθούν να υφίστανται, μεταξύ άλλων, οι απαγορεύσεις της μεταβολής του αντικειμένου της δίκης, καθώς και της νομικής βάσης στην οποία ο διάδικος στηρίζει το αίτημά του. Σημειωτέον ότι, αφενός η διακοπή της παραγραφής των όποιων απαιτήσεων εξακολουθεί να ισχύει αφετέρου η παραπομπή επί καταψηφιστικής αγωγής δεν διακόπτει ούτε τους τόκους επιδικίας, ούτε επηρεάζει την επίταση της ευθύνης του αντιδίκου, δεδομένου ότι ο χαρακτήρας της όχλησης που φέρει η καταψηφιστική αγωγή δεν επηρεάζεται από την έκδοση παραπεμπτικής απόφασης.


Οριστικός χαρακτήρας απόφασης: Η παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική μόνο σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και δεν επεκτείνεται (ο οριστικός χαρακτήρας) σε άλλα νομικά ή ουσιαστικά ζητήματα όπως το βάσιμο ή μη της αγωγής ή κάποιο άλλο ζήτημα. Αναφέρεται δε συνήθως στην παραπεμπτική απόφαση ότι «διάταξη για τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να περιληφθεί στο διατακτικό της απόφασης αυτής, επειδή η παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική» (ΕφΑφ 1868/2005, ΕφΑφ 2339/1982, 1/2023 ΜΠρ Ροδόπ). Τα τέλη, όμως, δικαστικού ενσήμου που καταβλήθηκαν δεν επιστρέφονται, αλλά χρησιμοποιούνται στο Δικαστήριο της παραπομπής. Από τον οριστικό της δε χαρακτήρα προκύπτει ότι δεν μπορεί να ανακληθεί (ΕιρΑθ 1136/1980), μπορεί όμως να προσβληθεί με ένδικα μέσα. Ωστόσο, όταν τελεσιδικήσει καθίσταται δεσμευτική τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που την παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή (ά. 46 ΚΠολΔ, εδάφιο β).


Διαδικασία παραπομπής: Μετά την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης οποιοσδήποτε εκ των διαδίκων μπορεί να καταθέσει κλήση για ορισμό δικασίμου στο πλέον αρμόδιο Δικαστήριο (μαζί με αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου) και να την κοινοποιήσει (μαζί με την έκθεση κατάθεσης) στον αντίδικο. Η κατάθεση της εν λόγω κλήσης μεταφράζεται σε σιωπηρή αποδοχή της παραπεμπτικής απόφασης εκ μέρους του καλούντος (ΑΠ 479/1973) και, επομένως, παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής της. Η παραίτηση δε αυτή είναι έγκυρη και χωρίς να τηρηθεί ο τύπος που προβλέπει το άρθρο 297 ΚΠολΔ, ο οποίος απαιτείται αποκλειστικά για την παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί (ΟλΑΠ 626/1980) και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται η κατάθεση νέου δικογράφου αλλά ούτε και επίδοση της παραπεμπτικής απόφασης.


Χρόνος κατάθεσης κλήσης: Πριν ή αφού τελεσιδικήσει η παραπεμπτική απόφαση;


Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία «δυσκολεύεται» να ερμηνεύσει με έναν ή τουλάχιστον με δύο τρόπους τη σχετική διάταξη σχετικά με την τύχη του δικογράφου που εισάγεται στο Δικαστήριο της παραπομπής πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης. Συγκεκριμένα, η δογματικά ορθότερη γνώμη ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την παραπεμπτική απόφαση, καθότι από τη διατύπωση του άρθρου 46 ΚΠολΔ δεν προκύπτει ότι αποκλείεται στο διάδικο να εισαγάγει με κλήση προς συζήτηση την υπόθεση στο δικαστήριο της παραπομπής πριν ακόμη τελεσιδικήσει η παραπεμπτική απόφαση (ΕφΑθ 4322/1995). Ειδικότερα, το δικαστήριο της παραπομπής έχει τη δυνατότητα:

  • να δικάσει ή/και

  • να αναπέμψει την υπόθεση στο δικαστήριο που την παρέπεμψε (ΕφΑθ 3281/1978, ΕφΑθ 513/1997, ΕφΘεσ 1266/1980λ ΠολΠρΚορ 733/1987, ΕφΑθ 4322/1995), ή ακόμα και

  • να την παραπέμψει σε τρίτο δικαστήριο (ΕφΑθ 513/1997, ΕφΚρ 502/1991, ΜΠρΘεσ 30255/2006).

Ωστόσο, υπάρχει και η αντίθετη άποψη η οποία βασίζεται σε τελεολογική ερμηνεία της διάταξης (αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων) σύμφωνα με την οποία η εκδίκαση πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης δεν είναι δυνατή, οπότε το δικαστήριο μπορεί:

  • να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΕφΑθ 6104/1982, ΕφΑθ 1644/1988, ΠολΠρΘεσ 1269/1981), ή

  • να αναβάλει κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 6781/1978, ΠΠρΑθ 1213/1989), ή

  • να διατάξει την επανάληψή της κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 1092/1977).

Σε κάθε περίπτωση όμως, η συζήτηση που θα γίνει στο Δικαστήριο της παραπομπής θεωρείται η πρώτη επί της διαφοράς για τον εναγόμενο κατά παρέκκλιση από τη διατύπωση του ά. 281 ΚΠολΔ καθότι κατά το διάστημα που το ένδικο βοήθημα είναι απαράδεκτο ελλείψει διαδικαστικής προϋποθέσεως, ο εναγόμενος (ή καθ’ ου) δεν υπέχει το δικονομικό βάρος απαντήσεως (ΕφΑθ 4322/1995). Ως εκ τούτου, δύναται να τύχει εφαρμογής και η διάταξη του ά. 271 παρ. 3 ΚΠολΔ (περί ερημοδικίας).


Πότε δεν τυγχάνει εφαρμογής το ά. 46 ΚΠολΔ;


Η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται στις εξής περιπτώσεις:

  • Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καθότι κατά τη νέα παράγραφο (παρ. 5 – η οποία προστέθηκε με το ν. 4842/2021) του ά. 683 ΚΠολΔ το Δικαστήριο δεν κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο εκδίδοντας σχετική παραπεμπτική απόφαση, αλλά απορρίπτει την αίτηση εξ ολοκλήρου.

  • Επί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας.

  • Στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής.

  • Σε περίπτωση εκδίκασης της υπόθεσης από τμήμα διάφορο από εκείνο που υπάγεται κατά τον εσωτερικό κανονισμού του δικαστηρίου. Εν προκειμένω μάλιστα έχει κριθεί και νομολογιακά ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η παραπεμπτική απόφαση δεν είναι οριστική κατά την έννοια του ά. 309 του ΚΠολΔ (και για το λόγο αυτό δεν περιλαμβάνεται και διάταξη για τα δικαστικά έξοδα), καθόσον δεν αποφαίνεται περί αναρμοδιότητας καθ’ ύλην ολόκληρου αυτού του δικαστηρίου αλλά μόνο του συγκεκριμένου τμήματος, που δεν αποτελεί οργανικά αυτοτελές Δικαστήριο (ΕΑ 4568/2004, ΕφΠειρ 462/1997, ΕφΑθ 309/2007).

Αφήστε ένα σχόλιο σχετικά με την υπόθεσή σας

Το μήνυμά σας δεν θα δημοσιευθεί

Ευχαριστούμε! Σύντομα θα επικοινωνήσουμε μαζί σας!

bottom of page